- υφαντουργός
- ο , η1) ткач, ткачиха; 2) владелец текстильной фабрики, текстильщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφαντουργός — ο και η / ὑφαντουργός, όν, ΝΜ ο υφαντής νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης υφαντουργείου 2. μηχανικός υφαντουργείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαντός + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός, σιδηρ ουργός] … Dictionary of Greek
υφαντουργός — ο, η 1. ο υφαντής (βλ. λ.): Απεργία υφαντουργών. 2. εργοστασιάρχης υφαντουργείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ενιστουργούμαι — ἐνιστουργοῡμαι, έομαι (Μ) υφαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ιστουργός «υφαντουργός»] … Dictionary of Greek
ιστουργός — ἱστουργός, ὁ (Α) αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ ουργός, ξυλ ουργός) … Dictionary of Greek
συνιστουργός — ὁ, Α αυτός που υφαίνει μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱστουργός «υφαντουργός»] … Dictionary of Greek
υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… … Dictionary of Greek
υφαντουργείο — το, Ν εργοστάσιο κατασκευής υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντουργός. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφαντουργεῖον, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
υφαντουργικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με την υφαντουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντουργός. Η λ., στο θηλ. ὑφαντουργική, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek